παρελάσαν

παρελάσαν
παρελαύνω
drive by
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σακαράκα — η, Ν 1. παλιό και άχρηστο σπαθί 2. (με σκωπτική σημ.) κάθε παλιό και αχρηστευμένο αντικείμενο και ιδίως αυτοκίνητο ή μηχάνημα («στο ράλυ αντίκα παρέλασαν όλες οι σακαράκες»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιταλ. carcassa «σκελετός ζώου, στήριγμα οποιουδήποτε …   Dictionary of Greek

  • Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο …   Dictionary of Greek

  • άλκιμος — η, ο δυνατός, γενναίος: Καμάρωσαν τα άλκιμα νιάτα που παρέλασαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανομοιομορφία — η έλλειψη ομοιομορφίας: Μεγάλη ανομοιομορφία στο ντύσιμο των μαθητών που παρέλασαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”